Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περισκαφή — η, Ν [περισκάπτω] η ενέργεια τού περισκάπτω, η διάνοιξη τάφρου γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
περιόρυξη — η, Ν [περιορύσσω] σκάψιμο γύρω γύρω, περισκαφή … Dictionary of Greek